ἑδρικῇ

ἑδρικῇ
ἑδρικός
belonging to the anus
fem dat sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἑδρική — ἑδρικός belonging to the anus fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κροκύδα — η (AM κροκύς, ύδος) το λεπτό χνούδι που αποσπάται από μάλλινο ύφασμα αρχ. φρ. 1. «κροκεὺς ἑδρική» υπόθετο 2. «κροκύδας ἀφαιρεῑν» το να τινάζει κάποιος το χνούδι από τα ενδύματα ενός ισχυρού, το να «ξεσκονίζει», να φέρεται με δουλοπρέπεια. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • περίπρωκτος — ο, Ν ζωολ. 1. εδρική περιοχή τών αχινών, η οποία περιλαμβάνει μεταξύ άλλων τη μαδρεπορική πλάκα, τους πέντε γεννητικούς πόρους και τις κορυφαίες πλάκες 2. πυγίδιο …   Dictionary of Greek

  • πρωκτοδαιϊκός — ή, ό, Ν [πρωκτόδαιο] φρ. «πρωκτοδαιϊκή τροφοδοσία» ζωολ. όρος που αναφέρεται στην τροφή τών τερμιτών, η οποία προέρχεται από την εδρική κοιλία, είναι πλούσια σε συμβιωτικά πρώτιστα και προσφέρεται από έναν ενήλικο σε έναν άλλο έπειτα από απαίτησή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”